Το μπαχάρι είναι ένα από τα πιο σημαντικά συστατικά της Καραϊβικής κουζίνας. Χρησιμοποιείται στο jerk της Καραϊβικής (το ξύλο χρησιμοποιείται για το κάπνισμα τoυ jerk στην Τζαμάικα, αν και το μπαχαρικό είναι ένα καλό υποκατάστατο), σε moles και σε τουρσιά· είναι επίσης ένα συστατικό σε παρασκευάσματα των εμπορικών λουκάνικων και σε σκόνες κάρι. Το μπαχάρι είναι επίσης απαραίτητο για την κουζίνα της Μέσης Ανατολής, ιδιαίτερα στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου χρησιμοποιείται για να αρωματίσει μια ποικιλία από μαγειρευτά φαγητά και πιάτα με κρέας. Στην Παλαιστινιακή κουζίνα, για παράδειγμα, πολλά κύρια πιάτα περιέχουν το μπαχάρι ως το μοναδικό καρύκευμα που προστίθεται σαν αρωματική ουσία. Στις ΗΠΑ, χρησιμοποιείται κυρίως σε γλυκά, αλλά είναι επίσης υπεύθυνο για την παροχή του διακριτικού αρώματος και γεύσης στο τσίλι του στυλ Cincinnati. Το μπαχάρι χρησιμοποιείται ευρέως στη Μεγάλη Βρετανία και εμφανίζεται σε πολλά πιάτα, συμπεριλαμβανομένων των κέικ. Ακόμη και σε πολλές χώρες όπου το μπαχάρι δεν είναι πολύ δημοφιλές στα νοικοκυριά, όπως στη Γερμανία, χρησιμοποιείται σε μεγάλες ποσότητες από τους εμπορικούς φορείς παρασκευής λουκάνικων. Είναι ένα κύριο αρωματικό, που χρησιμοποιείται στις σάλτσες των μπάρμπεκιου. Στις Δυτικές Ινδίες, παράγεται ένα λικέρ μπαχάρι που ονομάζεται «pimento dram».
Το μπαχάρι έχει επίσης χρησιμοποιηθεί ως αποσμητικό. Πτητικά έλαια που βρέθηκαν στο φυτό περιέχουν ευγενόλη, έναν αδύναμο αντιμικροβιακό παράγοντα.