Συγκεκριμένα, το μπασμάτι έχει χαμηλή περιεκτικότητα σε αμυλόζη και υψηλή περιεκτικότητα σε αμυλοπηκτίνη. Αυτός ο συνδυασμός των δύο τύπων αμύλου εξασφαλίζει στο μπασμάτι χαμηλότερο γλυκαιμικό δείκτη σε σχέση με το κοινό λευκό, επομένως δεν προκαλεί πολύ απότομη αύξηση στα επίπεδα του σακχάρου του αίματος.
Επίσης, σε αντίθεση με την αμυλόζη, η αμυλοπηκτίνη δεν διασπάται από τα πεπτικά ένζυμα του λεπτού εντέρου κι έτσι φτάνει ακέραιη στα βακτήρια του εντέρου ώστε να λειτουργήσει ως προβιοτικό, ενισχύοντας την υγεία και διευκολύνοντας τη λειτουργία του γαστρεντερικού συστήματος.